-
1 γόνιμος
γόνιμος, ον, auch γονίμη, 1) zum Zeugen geschickt, zeugungskräftig, μέλεα Eur. El. 1209; φλέψ, Zeugungsglied, Alc. 8 (VI, 218); ἡλικία Hippocr.; φύσις Plat. Legg. VIII, 839 a; ἄτεκνοι καὶ γόνιμοι γυναῖκες Arist. Probl. 4, 2; γόνιμα ᾠά stehen den ὑπηνέμια entgegen, gen. anim. 2, 5; übh. fruchtbar, γύαι poet. bei Plat. Ep. I, 310; ποιητής, schöpferisch, genial, Ar. Ran. 96; τινός, z. B. νέφος ὕδατος γόνιμον Arist. mund. 4; ἡ γῆ πολλῶν ϑηρίων γ. Ael. H. A. 7, 5; so oft übertr. Plut., z. B. ἡ γόνιμος ἁπάσης ἡδονῆς ἀκολασία de superst. 1. – 2) ἔμβρυον, παιδίον, ein zur Geburt reifes Kind, vollkommen ausgewachsen, Arist. H. A. 7, 4, 5. 6. – 3) ἡμέρα, μήν, ἔτος, ungerader Tag, Hippocr., an denen sich die Krankheiten zu entscheiden pflegen; dah. übertr., kritisch, entscheidend, Ggstz ἄγονος. – 4) wie γνήσιος, ächt, wirklich, γόνιμον καὶ ἀληϑές, Ggstz εἴδωλον καὶ ψεῠδος, Plat. Theaet. 150 c; vgl. Rep. II, 367 d.
-
2 γονιμος
21) плодотворный, плодородный, производительный(φύσις Plat.; αἱ καλαὴ ὧραι Arst.)
2) плодовитый(τράγοι Arst.)
3) способный к деторождению4) плодный(ᾠά Arst.)
5) жизнеспособный(ἔμβρυον Arst.)
6) исполненный творческих сил, талантливый(ποιητής Arph.)
7) чреватый, обильный(ἔχθρας γονιμώτατα πάθη Plut.)
νέφος ὕδατος γόνιμον Arst. — дождевое облако8) истинный, настоящий, подлинный(γ. καὴ ἀληθής Plut.)
9) детородныйγονίμη φλέψ Anth. νενβςυν φιςιμε
10) ( по учению пифагорейцев) нечетный(ἀριθμός Plut.)
-
3 γόνιμος
A productive, fertile, fruitful, σπέρμα γ., opp. ἄγονον, Arist.HA 523a25;κύημα γ. Id.GA 736a35
; ᾠὰ γ., opp. ὑπηνέμια, ib. 730a6; of women, Id.Pr. 876b12; of the male, Id.HA 546a2, al.; ἐν τῇσι ἡλικίῃσι τῇσι γονίμῃσι εἶναι Hp.l.c.; γ. μέλεα a parent's limbs, E.El. 1209 (lyr.);γ. φλέψ AP6.218
(Alc.); γ. μέρεα generative organs, Aret.SD2.5: hence (metaph.),ἀπο τίκτειν γ. τε καὶ ἀληθές Pl.Tht. 150c
; γ. ἢ ἀνεμιαῖον ib. 151e; Νεῖλος γ., opp. πέλαγος, Lyr.Alex.Adesp.32.6, cf.Sammelb. 2074 ([comp] Sup.). Adv.-μως, σπέρμα ἐν τῇ μήτρᾳ γ. κρατηθῆναι Porph.Gaur.2.2
.2 c. gen.rei, νέφοςγ. ὕδατος Arist.Mu. 394a27
, cf. Thphr.Ign.44, Ael.NA7.5: metaph.,πηγαὶ τῆς ὑψηγορίας γονιμώταται Longin.8.1
.3 metaph. of persons, ποιητὴς γ. poet of true genius, Ar.Ra.96;γονιμωτέρα γενέσθω ἡ γλῶσσα Luc.Rh.Pr.23
.b born in lawful wedlock, Man.6.56: metaph.,ἀγαθὰ γ. τῇ αὑτῶν φύσει Pl.R. 367d
; γ. ὕδωρ ποταμῶν, opp. νόθον, AP9.277 (Antiph.).5 favourable to generation, of uneven days, Pythagorean term, Plu.2.288c; of days in illness (because critical for life or death, Erot.s.v.), Hp. Epid.2.6.8, 2.5.12; γ. μήν, ἔτος, ib.6.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γόνιμος
-
4 γόνιμος
γόνιμος, (1) zum Zeugen geschickt, zeugungskräftig; φλέψ, Zeugungsglied; übh. fruchtbar; ποιητής, schöpferisch, genial. (2) ἔμβρυον, παιδίον, ein zur Geburt reifes Kind, vollkommen ausgewachsen. (3) ἡμέρα, μήν, ἔτος, ungerader Tag, an denen sich die Krankheiten zu entscheiden pflegen; dah. übertr., kritisch, entscheidend -
5 προς-ουρέω
προς-ουρέω (s. οὐρέω), anpissen; προςεούρουν, Dem. 54, 4; D. L. 6, 46; τινί, Babr. 48, 7; komisch sagt Ar. Ran. 95 ἢν μόνον χορὸν λάβῃ ἅπαξ προςουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, wo wir etwa sagen könnten »die Tragödie nothzüchtigen« (Droysen »wenn er die Tragödie angegeilt«), und der Schol., es von οὖρος ableitend, fälschlich εὐϑυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα erklärt, aber auch das Richtigere giebt, τὸ βραχύν τινα χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λήρων ἐκχέαντα τῇ τραγωδίᾳ. Es bildet den Gegensatz zu γόνιμος ποιητής.
См. также в других словарях:
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Άλμκβιστ, Καρλ Γιόνας Λόβε — (Carl Jonas Love Almquist, 1793 – 1866). Σουηδός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου μελέτησε εντατικά τη φιλοσοφία του Σλάιερμαχερ, νυμφεύτηκε μια νέα χωρική και εγκαταστάθηκε σε μια αγροικία στο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
Μάο Τσε-τουνγκ — (Mao Zedong / Mao Che Tung, Σιαο Σιάν, Χουνάν 1893 – Πεκίνο 1976). Κινέζος πολιτικός, πρόεδρος του Κομουνιστικού Κόμματος της Κίνας και πρώτος πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Ήταν γιος γαιοκτήμονα και ξεκίνησε τις σπουδές του στο… … Dictionary of Greek